- αμφιβλαστίδιο
- το (Βιολ.)στάδιο τής εμβρυϊκής ανάπτυξης και ομώνυμη προνύμφη σπόγγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < amphiblastula, νεολατιν. επιστημον. όρος < amphi- (< λατ. amphi < ελλην. αμφι-)* + blastula (πρβλ. βλαστίδιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek